στηριγμοθέτης

στηριγμοθέτης
στηριγ-μοθέτης, ου, , in pl.,
A foundation-layers, epith. of δαίμονες, PMag.Par.1.1356.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στηριγμοθέτης — ου, ὁ, Α στον πληθ. οἱ στηριγμοθέται (για τους δαίμονες) αυτοί που θέτουν τα στηρίγματα, τα θεμέλια, θεμελιωτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήριγμα + θέτης (< τίθημί), πρβλ. σκηνο θέτης] …   Dictionary of Greek

  • στηριγμοθέτας — στηριγμοθέτᾱς , στηριγμοθέτης foundation layers masc acc pl στηριγμοθέτᾱς , στηριγμοθέτης foundation layers masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”